-
1 неурожайный
неурожайный άφορος, άκαρπος· \неурожайный год η άφορη χρονιά* * *άφορος, άκαρποςнеурожа́йный год — η άφορη χρονιά
-
2 неурожайный
επ., βρ: -жаен, -жаина, -жайноάφορος, άγονος, άκαρπος•неурожайный год άφορη χρονιά, έτος σιτοδείας•
-ая земля άγονη γη.
См. также в других словарях:
άφορος — η, ο άκαρπος, άγονος (αντίθ. εύφορος): Η φετινή χρονιά ήταν άφορη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)